- ἐμφέρβομαι
- ἐμφέρβομαι, poet. [pref] ἐνιφ-, [voice] Pass.,A feed in,
σταθμοῖς Mosch.2.80
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταθμοῖς Mosch.2.80
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμφέρβομαι — ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α) βόσκω μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
ἐνιφέρβεται — ἐμφέρβομαι feed in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενιφέρβομαι — ἐνιφέρβομαι (Α) επικ. τ. τού εμφέρβομαι* … Dictionary of Greek